Ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV) εκτιµάται ότι έχει προσβάλει περίπου 170 εκατοµµύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα περίπου 2% του πληθυσµού πάσχει από χρόνια λοίµωξη από τον HCV. Ο ιός µεταδίδεται µέσω της επαφής µε αίµαπασχόντων από ηπατίτιδα C. Οι κύριοι τρόποι μετάδοσης είναι:

α) μέσω επαφής με αίµα ατόµων που πάσχουν από ηπατίτιδα C ή µέσω τραυµατισµού µε µολυσµένα υλικά (βελόνες, τρύπηµα αυτιών, τατουάζ και ιατρικά και οδοντιατρικά εργαλεία). Ο τρόπος αυτός αφορά κυρίως ασθενείς νέας ηλικίας, που έχουν κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών με σύριγγα μολυσμένου ατόμου.

 

β) μέσω μολυσμένων φιαλών αίματος, που χορηγήθηκαν σε ασθενείς πριν από την ανακάλυψη του ιού (1989). Ο τρόπος αυτός αφορά ασθενείς μέσης ηλικίας, οι οποίοι χρειάσθηκε να μεταγγιστούν κατά το παρελθόν. Μετά από την ανακάλυψη του HCV η μετάδοση με αυτόν τον τρόπο είναι εξαιρετικά σπάνια.

 

Πρόσφατα το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Παθήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Centers for Disease Control and Prevention, CDC) με ανακοίνωσή του επισημαίνει ότι πιθανώς έχουμε υποεκτιμήσει την έκταση του προβλήματος στους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί μεταξύ των ετών 1945 και 1965. Σύμφωνα με την ανάλυση του CDC, ασθενείς που ανήκουν στην πληθυσμιακή αυτή ομάδα, που είναι διεθνώς γνωστή και με τον όρο baby boomers, αποτελούν τα 2/3 των καταγεγραμμένων περιστατικών ηπατίτιδας C και το 70% των θανάτων μεταξύ των ασθενών με ηπατίτιδα C στις Η.Π.Α.. Μετά τη δημοσίευση αυτών των στοιχείων το CDC προτείνει έλεγχο όλων των ανθρώπων που έχουν γεννηθεί μεταξύ των ετών 1945 και 1965 για λοίμωξη από τον HCVΟ έλεγχος αυτός γίνεται με ειδική αιματολογική εξέταση για την ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του HCV. Σε περίπτωση ανεύρεσης αυτών των αντισωμάτων θα πρέπει να ακολουθήσουν ειδικές εξετάσεις μοριακής βιολογίας, που καθορίζουν την ενεργότητα του ιού, όπως και το είδος του (γονότυπος).

 

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολλοί ασθενείς (ακόμη και 3 στους 4) δε γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί από τον HCV, καθώς η νόσος δεν προκαλεί συμπτώματα στα πρώιμα στάδια της. Αν δε χορηγηθεί θεραπεία, η χρόνια ηπατίτιδα C µπορεί να προκαλέσει ίνωση του ήπατος (δηµιουργία ουλών) και να εξελιχθεί σε κίρρωση, η οποία µε τη σειρά της µπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο του ήπατος. Σε γενικές γραμμές το 25-30% των ασθενών µε χρόνια ηπατίτιδα C πεθαίνει από επιπλοκές της κίρρωσης ή από ηπατοκυτταρικό καρκίνο.

 

Μια απλή αιματολογική εξέταση μπορεί να ανιχνεύσει κατ’ αρχάς τη λοίμωξη και να οδηγήσει τον ασθενή στον ειδικό γιατρό. Η ηπατίτιδα C εκριζώνεται σήμερα στο μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών με κατάλληλη αγωγή. Νέα αντιικά φάρμακα εξελίσσονται συνέχεια και πιο αποτελεσματικές και ασφαλείς θεραπείες θα είναι σύντομα διαθέσιμες για όλους τους ασθενείς.